κατασοβαρευομαι

κατασοβαρευομαι
    κατασοβαρεύομαι
    κατα-σοβαρεύομαι
    высокомерно обращаться, надменно держать себя
    

κ. τινος Diog.L. — смотреть свысока на кого-л.


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κατασοβαρευομαι" в других словарях:

  • κατασοβαρεύομαι — (AM) καταφρονώ κάποιον, τού συμπεριφέρομαι αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σοβαρεύομαι «συμπεριφέρομαι αλαζονικά»] …   Dictionary of Greek

  • κατασοβαρεύομαι — regard haughtily pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασοβαρεύεσθε — κατασοβαρεύομαι regard haughtily pres imperat mp 2nd pl κατασοβαρεύομαι regard haughtily pres ind mp 2nd pl κατασοβαρεύομαι regard haughtily imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασοβαρευόμενοι — κατασοβαρεύομαι regard haughtily pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασοβαρεύεσθαι — κατασοβαρεύομαι regard haughtily pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασοβαρεύονται — κατασοβαρεύομαι regard haughtily pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασοβαρεύσασθαι — κατασοβαρεύομαι regard haughtily aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»